Sensualité en grec
Traduction: sensualité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φιληδονία, αισθησιασμό, αισθησιασμού, τον αισθησιασμό, αισθησιασμός
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sensualité
axel red, axel red sensualité, axel tony, axelle red, la sensualité, sensualité dictionnaire de langue grec, sensualité en grec
Traductions
- sensoriel en grec - αισθητήριος, αισθητήρια, αισθητηριακές, αισθητικές, αισθητηριακή
- sensualisme en grec - εντυπωσιακοί τρόποι, επίδραση επί των αισθήσεων, εντυπωσιασμού, εντυπωσιασμό, τον εντυπωσιασμό
- sensuel en grec - χυμώδης, ζώο, σαρκικός, ζουμερός, αισθησιακός, κτήνος, αισθησιακή, ...
- sensé en grec - νουνεχής, φασκομηλιά, φασκόμηλο, φρόνιμος, συνετός, σοφός, λογικός, ...
Mots aléatoires
Sensualité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φιληδονία, αισθησιασμό, αισθησιασμού, τον αισθησιασμό, αισθησιασμός
Traductions: φιληδονία, αισθησιασμό, αισθησιασμού, τον αισθησιασμό, αισθησιασμός