Sentimental en grec
Traduction: sentimental, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συναισθηματικός, ευαίσθητος, μεμψίμοιρος, συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικές, συναισθηματικούς, συναισθηματικής
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sentimental
avenir sentimental, colloque, colloque sentimental, colloque sentimental verlaine, foule sentimental, sentimental dictionnaire de langue grec, sentimental en grec
Traductions
- senties en grec - αισθανόμουν, τσόχα, ένιωθα, ένιωσα, αισθάνθηκε, αισθητή, αισθητές
- sentiment en grec - υφή, αίσθημα, νόημα, νιώθω, συναίσθημα, αισθάνομαι, σωφροσύνη, ...
- sentimentalement en grec - συναισθηματικά, sentimentally, συναισθηματικά με
- sentimentalité en grec - συναισθηματικότητα, συναισθηματισμό, συναισθηματισμούς, συναισθηματικότητας, συναισθηματισμός
Mots aléatoires
Sentimental en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συναισθηματικός, ευαίσθητος, μεμψίμοιρος, συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικές, συναισθηματικούς, συναισθηματικής
Traductions: συναισθηματικός, ευαίσθητος, μεμψίμοιρος, συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικές, συναισθηματικούς, συναισθηματικής