Sertir en grec
Traduction: sertir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
περιζώνω, βουνό, τοποθετώ, μπήγω, αυξάνομαι, ενσωματώνω, καθορισμένος, ανεβαίνω, όρος, τσακίζω, Crimp, ρυτίδωσης, τσάκιση, με τσάκιση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sertir
cosse, multicouche, pince, pince a sertir, pince per, sertir dictionnaire de langue grec, sertir en grec
Traductions
- sert en grec - εξυπηρετεί, χρησιμεύει, σερβίρει, λειτουργεί, χρησιμεύει για
- serte en grec - υποδοχή, πρίζα
- servage en grec - σκλαβιά, δουλειά, δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
- servante en grec - υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Mots aléatoires
Sertir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: περιζώνω, βουνό, τοποθετώ, μπήγω, αυξάνομαι, ενσωματώνω, καθορισμένος, ανεβαίνω, όρος, τσακίζω, Crimp, ρυτίδωσης, τσάκιση, με τσάκιση
Traductions: περιζώνω, βουνό, τοποθετώ, μπήγω, αυξάνομαι, ενσωματώνω, καθορισμένος, ανεβαίνω, όρος, τσακίζω, Crimp, ρυτίδωσης, τσάκιση, με τσάκιση