Sevrer en grec
Traduction: sevrer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποκόβω, αποσπώ, αποστερώ, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sevrer
comment sevrer, comment sevrer bebe, comment sevrer bébé, se sevrer, sevrer antonymes, sevrer dictionnaire de langue grec, sevrer en grec
Traductions
- seulement en grec - μόνος, όμως, απλώς, μόλις, απλά, μοναχός, δίκαιος, ...
- sevrage en grec - απογαλακτισμού, απογαλακτισμό, απογαλακτισμός, τον απογαλακτισμό, του απογαλακτισμού
- sexe en grec - φύλο, γένος, σεξ, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
- sexologie en grec - σεξολογία, σεξολογίας, της σεξολογίας, sexology, σεξολόγους
Mots aléatoires
Sevrer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποκόβω, αποσπώ, αποστερώ, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Traductions: αποκόβω, αποσπώ, αποστερώ, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν