Socialisation en grec
Traduction: socialisation, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κοινωνικοποίηση, κοινωνικοποίησης, την κοινωνικοποίηση, η κοινωνικοποίηση, της κοινωνικοποίησης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): socialisation
definition socialisation, définition de socialisation, la socialisation, la socialisation définition, la socialisation secondaire, socialisation dictionnaire de langue grec, socialisation en grec
Traductions
- social en grec - κοινωνικός, ομήγυρη, παρέα, εδραίος, θίασος, σταθερός, εταιρία, ...
- sociale en grec - κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
- socialiser en grec - κοινωνικοποιηθούν, κοινωνικοποιούνται, κοινωνικοποιήσουν, κοινωνικοποιήσει, να κοινωνικοποιηθούν
- socialisme en grec - σοσιαλισμός, σοσιαλισμό, ο σοσιαλισμός, σοσιαλισμού, το σοσιαλισμό
Mots aléatoires
Socialisation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κοινωνικοποίηση, κοινωνικοποίησης, την κοινωνικοποίηση, η κοινωνικοποίηση, της κοινωνικοποίησης
Traductions: κοινωνικοποίηση, κοινωνικοποίησης, την κοινωνικοποίηση, η κοινωνικοποίηση, της κοινωνικοποίησης