Soif en grec
Traduction: soif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πόθος, βουλιμία, προθυμία, απληστία, δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): soif
avoir soif, grossesse soif, la soif, sensation de soif, sensation soif, soif dictionnaire de langue grec, soif en grec
Traductions
- soient en grec - βρίσκομαι, διανύω, είμαι, είναι, Δεν, αποτελούν, έχουν, ...
- soierie en grec - μεταξουργία, μεταξουργίας, βιομηχανία μεταξιού, μεταξοβιομηχανίας, η μεταξουργία
- soigner en grec - παρακολουθώ, θεραπεύω, περιποιούμαι, καπνίζω, κερνώ, επουλώνομαι, νοσοκόμα, ...
- soigneusement en grec - κομψά, προσεκτικά, προσοχή, με προσοχή, προσεκτική, προσεχτικά
Mots aléatoires
Soif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πόθος, βουλιμία, προθυμία, απληστία, δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα
Traductions: πόθος, βουλιμία, προθυμία, απληστία, δίψα, τη δίψα, δίψας, η δίψα, την δίψα