Solide en grec

Traduction: solide, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βίαιος, σκληρός, δυνατός, εύσωμος, ακλόνητος, δυναμικός, εντατικός, αγαθός, ογκώδης, ισχύων, σκέτος, φωνή, στερεός, ανθεκτικός, ήχος, δύσκολος, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά
Solide en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): solide

angle solide, définition solide, eau solide, le solide, les solide, solide dictionnaire de langue grec, solide en grec

Traductions

  • solidairement en grec - εις ολόκληρον, ολόκληρον, εις, αλληλεγγύως, εις ολόκληρο
  • solidarité en grec - αλληλεγγύη, αλληλεγγύης, την αλληλεγγύη, της αλληλεγγύης, η αλληλεγγύη
  • solidement en grec - αρκετά, γρήγορος, ακράδαντα, δίκαια, σταθερά, ευπρεπέστατα, σφικτά, ...
  • solidifier en grec - στερεοποιηθεί, στερεοποιείται, στερεοποιούνται, σταθεροποιήσει, στερεοποίηση
Mots aléatoires
Solide en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βίαιος, σκληρός, δυνατός, εύσωμος, ακλόνητος, δυναμικός, εντατικός, αγαθός, ογκώδης, ισχύων, σκέτος, φωνή, στερεός, ανθεκτικός, ήχος, δύσκολος, συμπαγής, στέρεο, στερεό, στερεά