Sonder en grec
Traduction: sonder, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ερευνώ, γραφείο, σπουδές, γερός, σπουδάζω, ερωτώ, εξετάζω, καθετήρας, επιθεωρώ, φωνή, σταματώ, έρευνα, καρέ, οργιά, εποπτεύω, βλέπω, ανιχνευτή, καθετήρα, ανιχνευτής, ιχνηλάτη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sonder
sonder antonymes, sonder carpe, sonder grammaire, sonder les coeurs et les reins, sonder les profondeurs, sonder dictionnaire de langue grec, sonder en grec
Traductions
- sonde en grec - τριβελίζω, άσκηση, καθετήρας, εξερευνώ, τροχός, εξετάζω, ανιχνευτή, ...
- sondent en grec - καθετήρας, εξετάζω, εξερευνώ, ανιχνευτή, καθετήρα, ανιχνευτής, ιχνηλάτη
- sondez en grec - καθετήρας, εξερευνώ, εξετάζω, μελετούν με επιμέλεια
- sondons en grec - καθετήρας, εξερευνώ, εξετάζω, είναι, αποτελούν, έχουν, οι, ...
Mots aléatoires
Sonder en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ερευνώ, γραφείο, σπουδές, γερός, σπουδάζω, ερωτώ, εξετάζω, καθετήρας, επιθεωρώ, φωνή, σταματώ, έρευνα, καρέ, οργιά, εποπτεύω, βλέπω, ανιχνευτή, καθετήρα, ανιχνευτής, ιχνηλάτη
Traductions: ερευνώ, γραφείο, σπουδές, γερός, σπουδάζω, ερωτώ, εξετάζω, καθετήρας, επιθεωρώ, φωνή, σταματώ, έρευνα, καρέ, οργιά, εποπτεύω, βλέπω, ανιχνευτή, καθετήρα, ανιχνευτής, ιχνηλάτη