Spécule en grec
Traduction: spécule, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εικάζει, σκέπτεται, υποθέτει, πιθανολογεί, κερδοσκοπεί
Autres langues
Mots associés / Définition (def): spécule
il spécule, qui spécule, spécule antonymes, spécule en bourse, spécule grammaire, spécule dictionnaire de langue grec, spécule en grec
Traductions
- spéculatif en grec - κερδοσκοπικός, εικαστικός, θεωρητικός, φιλοπερίεργος, υποθετικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, ...
- spéculation en grec - επιχειρώ, αποτολμώ, εικασία, κερδοσκοπία, μαντεύω, τολμώ, κερδοσκοπίας, ...
- spéculent en grec - εικάζω, κερδοσκοπώ, διαλογίζομαι, κερδοσκοπούν, εικάζουν, εικασίες, υποθέσουμε, ...
- spéculer en grec - ρισκάρω, ζεσταίνω, εξετάζω, έρευνα, ρεμβάζω, ζυγιάζω, ριψοκινδυνεύω, ...
Mots aléatoires
Spécule en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εικάζει, σκέπτεται, υποθέτει, πιθανολογεί, κερδοσκοπεί
Traductions: εικάζει, σκέπτεται, υποθέτει, πιθανολογεί, κερδοσκοπεί