Stature en grec
Traduction: stature, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
όγκος, αυξάνω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, ανατέλλω, αύξηση, ύψος, ανάπτυξη, ανάστημα, αναστήματος, κύρος, το ανάστημα, κύρους
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): stature
définition stature, la stature, stature 116, stature 18 mois, stature 5 ans, stature dictionnaire de langue grec, stature en grec
Traductions
- statuer en grec - υπαγορεύω, θεσπίζω, ιθύνω, βασιλεύω, αποφασίζω, προσδιορίζω, προβλέπω, ...
- statuette en grec - αγαλματάκι, αγαλμάτιο, αγαλματίδιο, ειδώλιο, άγαλμα
- statut en grec - νόμος, νομοθεσία, κανονισμός, σύνταγμα, καταστατικό, ρύθμιση, κατάσταση, ...
- statutaire en grec - καθορισμένος, εκ του νόμου, του νόμου, νόμιμο, νόμιμος, νόμιμου
Mots aléatoires
Stature en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: όγκος, αυξάνω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, ανατέλλω, αύξηση, ύψος, ανάπτυξη, ανάστημα, αναστήματος, κύρος, το ανάστημα, κύρους
Traductions: όγκος, αυξάνω, αυξάνομαι, ορθώνομαι, ανατέλλω, αύξηση, ύψος, ανάπτυξη, ανάστημα, αναστήματος, κύρος, το ανάστημα, κύρους