Stimulés en grec
Traduction: stimulés, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διεγείρονται, διεγείρεται, διεγερθεί, τονωθεί, διεγερμένα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): stimulés
cycles stimulés, leucocytes stimulés, lymphocytes stimulés, ovaires stimulés, sens stimulés, stimulés dictionnaire de langue grec, stimulés en grec
Traductions
- stimulée en grec - διεγείρονται, διεγείρεται, διεγερθεί, τονωθεί, διεγερμένα
- stimulées en grec - διεγείρονται, διεγείρεται, διεγερθεί, τονωθεί, διεγερμένα
- stipe en grec - χόρτο, πόα, καταδότης, κοτσάνι, Στίπε, Stipe, Ο Stipe, ...
- stipula en grec - ορίζεται, ορίζει, προβλέπεται, προβλέπονται, που προβλέπονται
Mots aléatoires
Stimulés en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διεγείρονται, διεγείρεται, διεγερθεί, τονωθεί, διεγερμένα
Traductions: διεγείρονται, διεγείρεται, διεγερθεί, τονωθεί, διεγερμένα