Stipuler en grec
Traduction: stipuler, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
όρος, ρήτρα, τακτοποιώ, διαπραγματεύομαι, συμφωνώ, κανονίζω, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): stipuler
définition stipuler, stipule en anglais, stipuler antonymes, stipuler conjugaison, stipuler disposer, stipuler dictionnaire de langue grec, stipuler en grec
Traductions
- stipule en grec - μελών, πολιτείες, τα κράτη, κράτη, κρατών
- stipulent en grec - συμφωνώ, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν
- stipulez en grec - συμφωνώ, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν
- stipulons en grec - συμφωνώ, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν
Mots aléatoires
Stipuler en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: όρος, ρήτρα, τακτοποιώ, διαπραγματεύομαι, συμφωνώ, κανονίζω, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν
Traductions: όρος, ρήτρα, τακτοποιώ, διαπραγματεύομαι, συμφωνώ, κανονίζω, ορίζουν, ορίζει, προβλέπουν, προβλέπει, να προβλέπουν