Stocks en grec
Traduction: stocks, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές
Autres langues
Mots associés / Définition (def): stocks
calcul des stocks, comptabilisation stocks, des stocks, gestion de stock, gestion de stocks, stocks dictionnaire de langue grec, stocks en grec
Traductions
- stockage en grec - παρακρατώ, αποθήκευση, απόθεμα, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
- stocker en grec - αποθήκη, οικονομία, τσιγκλώ, εκτός, συσσωρεύω, αποταμιεύω, διασώζω, ...
- stomacale en grec - στομάχι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
- stop en grec - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Mots aléatoires
Stocks en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές
Traductions: αποθέματα, αποθεμάτων, τα αποθέματα, των αποθεμάτων, μετοχές