Stress en grec
Traduction: stress, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
στρες, τονίζω, άγχος, ένταση, τόνος, πίεση, το άγχος, άγχους
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): stress
angoisse, anti stress, anxiété, contre le stress, d stress, stress dictionnaire de langue grec, stress en grec
Traductions
- stratégie en grec - πρόγραμμα, στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για
- stratégique en grec - στρατηγικός, στρατηγικό, στρατηγικές, στρατηγικού, στρατηγική, στρατηγικών
- strict en grec - σκληρός, σέρτικος, σαφής, στενός, δριμύς, βλοσυρός, ακριβολόγος, ...
- strictement en grec - αυστηρά, αυστηρώς, απολύτως, αυστηρή, στενά
Mots aléatoires
Stress en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: στρες, τονίζω, άγχος, ένταση, τόνος, πίεση, το άγχος, άγχους
Traductions: στρες, τονίζω, άγχος, ένταση, τόνος, πίεση, το άγχος, άγχους