Strident en grec
Traduction: strident, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δριμύς, κοφτερός, μυτερός, διεισδυτικός, πικρός, ενδιαφερόμενος, διορατικός, οξυδερκής, έντονος, διαπεραστικός, αιφνίδιος, οξύς, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): strident
bruit strident, cri strident, son strident, strident antonymes, strident definition wikipedia, strident dictionnaire de langue grec, strident en grec
Traductions
- strict en grec - σκληρός, σέρτικος, σαφής, στενός, δριμύς, βλοσυρός, ακριβολόγος, ...
- strictement en grec - αυστηρά, αυστηρώς, απολύτως, αυστηρή, στενά
- stridulant en grec - stridulating
Mots aléatoires
Strident en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δριμύς, κοφτερός, μυτερός, διεισδυτικός, πικρός, ενδιαφερόμενος, διορατικός, οξυδερκής, έντονος, διαπεραστικός, αιφνίδιος, οξύς, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος
Traductions: δριμύς, κοφτερός, μυτερός, διεισδυτικός, πικρός, ενδιαφερόμενος, διορατικός, οξυδερκής, έντονος, διαπεραστικός, αιφνίδιος, οξύς, διαπεραστικό, διαπεραστική, διαπεραστικές, διάτορος