Stupéfaction en grec
Traduction: stupéfaction, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σύγχυση, εμβροντησία, αποβλακώνω, αποβλάκωση, αποχαύνωση, έκπληξη, κατάπληξη, έκπληξή, θαυμασμό, απορία
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): stupéfaction
stupéfaction antonymes, stupéfaction définition français, stupéfaction grammaire, stupéfaction mots croisés, stupéfaction signification, stupéfaction dictionnaire de langue grec, stupéfaction en grec
Traductions
- stupidement en grec - εμβροντησία, αδράνεια, νάρκη, κατάπληξη, βλακωδώς, ανόητα, ηλίθια, ...
- stupidité en grec - βλακείες, ανοησίες, ηλιθιότητα, βλακεία, βλακείας, ηλιθιότητας, την ηλιθιότητα
- stupéfait en grec - έκπαγλος, γοητευτικός, εντυπωσιακός, εμβρόντητος, έκπληκτος, αναισθητοποιούνται, εξέπληξε, ...
- stupéfiant en grec - γοητευτικός, εντυπωσιακός, ναρκωτικό, έκπαγλος, εκπληκτικός, ντοπάρω, καταπληκτικός, ...
Mots aléatoires
Stupéfaction en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σύγχυση, εμβροντησία, αποβλακώνω, αποβλάκωση, αποχαύνωση, έκπληξη, κατάπληξη, έκπληξή, θαυμασμό, απορία
Traductions: σύγχυση, εμβροντησία, αποβλακώνω, αποβλάκωση, αποχαύνωση, έκπληξη, κατάπληξη, έκπληξή, θαυμασμό, απορία