Subordonné en grec
Traduction: subordonné, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
θυγατρική, κατώτερος, υφιστάμενος, υποβοηθητικός, τσιράκι, υπεξουσιότητα, δευτερεύων, επικουρικός, παρακατιανός, υποδεέστερος, μικρότερος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): subordonné
proposition subordonné, proposition subordonné relative, subordonné antonymes, subordonné circonstancielle, subordonné circonstancielle de condition, subordonné dictionnaire de langue grec, subordonné en grec
Traductions
- subordination en grec - υπεξουσιότητα, υποταγή, υποταγής, υπαγωγή, εξάρτησης, υπαγωγής
- subordonner en grec - υπακούω, υπεξουσιότητα, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
- suborner en grec - αγοράζω, αλλοιώνω, δελεάζω, διαφθείρω, ξεκινώ, λουφές, εκμαυλίζω, ...
- subreptice en grec - πονηρός, απόρρητος, δόλιος, μυστικό, δύσκολος, μυστικός, απατηλός, ...
Mots aléatoires
Subordonné en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: θυγατρική, κατώτερος, υφιστάμενος, υποβοηθητικός, τσιράκι, υπεξουσιότητα, δευτερεύων, επικουρικός, παρακατιανός, υποδεέστερος, μικρότερος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
Traductions: θυγατρική, κατώτερος, υφιστάμενος, υποβοηθητικός, τσιράκι, υπεξουσιότητα, δευτερεύων, επικουρικός, παρακατιανός, υποδεέστερος, μικρότερος, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως