Suborner en grec
Traduction: suborner, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αγοράζω, αλλοιώνω, δελεάζω, διαφθείρω, ξεκινώ, λουφές, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): suborner
define suborned, dico suborner, suborner antonymes, suborner définition, suborner grammaire, suborner dictionnaire de langue grec, suborner en grec
Traductions
- subordonner en grec - υπακούω, υπεξουσιότητα, υποδεέστερη, δευτερεύοντα, δευτερεύουσα, υπάγεται, δευτερευόντως
- subordonné en grec - θυγατρική, κατώτερος, υφιστάμενος, υποβοηθητικός, τσιράκι, υπεξουσιότητα, δευτερεύων, ...
- subreptice en grec - πονηρός, απόρρητος, δόλιος, μυστικό, δύσκολος, μυστικός, απατηλός, ...
- subside en grec - επίδομα, ανάγλυφος, βοηθώ, εκτόνωση, επιχορήγηση, ανακούφιση, αρωγή, ...
Mots aléatoires
Suborner en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αγοράζω, αλλοιώνω, δελεάζω, διαφθείρω, ξεκινώ, λουφές, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν
Traductions: αγοράζω, αλλοιώνω, δελεάζω, διαφθείρω, ξεκινώ, λουφές, εκμαυλίζω, ξεμαυλίζω, δωροδοκία, δωροδοκίας, δωροδοκήσει, μίζα, δωροδοκούν