Suffisance en grec
Traduction: suffisance, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έπαρση, φιλαυτία, ματαιότητα, κενοδοξία, ματαιοδοξία, επαρκής, αλαζονεία, επάρκεια, επάρκειας, την επάρκεια, αυτάρκεια, αυτάρκειας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): suffisance
insuffisance cardiaque, insuffisance rénale, la suffisance, suffisance alimentaire, suffisance antonymes, suffisance dictionnaire de langue grec, suffisance en grec
Traductions
- suffis en grec - αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για
- suffisamment en grec - καλά, επαρκώς, νισάφι, πηγάδι, ικανοποιητικά, λοιπόν, αναβλύζω, ...
- suffisant en grec - μέτριος, διαβατός, μάταιος, επαρκής, εγωκεντρικός, πολλοί, πολλά, ...
- suffisent en grec - επαρκώ, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Mots aléatoires
Suffisance en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έπαρση, φιλαυτία, ματαιότητα, κενοδοξία, ματαιοδοξία, επαρκής, αλαζονεία, επάρκεια, επάρκειας, την επάρκεια, αυτάρκεια, αυτάρκειας
Traductions: έπαρση, φιλαυτία, ματαιότητα, κενοδοξία, ματαιοδοξία, επαρκής, αλαζονεία, επάρκεια, επάρκειας, την επάρκεια, αυτάρκεια, αυτάρκειας