Supportée en grec
Traduction: supportée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενες, υποστήριξε
Autres langues
Mots associés / Définition (def): supportée
canal supporter, catalyse supportée, glissière supportée, supporter synonyme, supportée antonymes, supportée dictionnaire de langue grec, supportée en grec
Traductions
- supportèrent en grec - υπομείνει, υπέμεινε, υπέμειναν, άντεξε, υποστεί
- supporté en grec - υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενες, υποστήριξε
- supportées en grec - υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενες, υποστήριξε
- supportés en grec - υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενες, υποστήριξε
Mots aléatoires
Supportée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενες, υποστήριξε
Traductions: υποστηρίζονται, υποστηρίζεται, υποστηριζόμενη, υποστηριζόμενες, υποστήριξε