Surabondance en grec
Traduction: surabondance, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σωρός, μοιράζω, ραμφίζω, συρρέω, πλεόνασμα, ακαταστασία, μέντα, κοπάδι, συρροή, νομισματοκοπείο, κλήρος, πλούτος, μαζικός, αγέλη, πολυτέλεια, στοιβάζω, χορταίνω, υπερχορταίνω, παραγεμίζω, τη GLUT, της GLUT
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): surabondance
abondance vegetale synonyme, surabondance alimentaire, surabondance anglais, surabondance antonymes, surabondance d'information, surabondance dictionnaire de langue grec, surabondance en grec
Traductions
- sur en grec - δριμύς, εναντίον, πόρνη, ξινός, τραχύς, από, στυφός, ...
- sur-le-champ en grec - επί τόπου, επιτόπου, και επιτόπου
- surabondant en grec - υπεραρκετός, υπεράφθονος, υπεράφθονη, περισσού, εκ περισσού
- surabonder en grec - βρίθω, υπεραφθονώ
Mots aléatoires
Surabondance en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σωρός, μοιράζω, ραμφίζω, συρρέω, πλεόνασμα, ακαταστασία, μέντα, κοπάδι, συρροή, νομισματοκοπείο, κλήρος, πλούτος, μαζικός, αγέλη, πολυτέλεια, στοιβάζω, χορταίνω, υπερχορταίνω, παραγεμίζω, τη GLUT, της GLUT
Traductions: σωρός, μοιράζω, ραμφίζω, συρρέω, πλεόνασμα, ακαταστασία, μέντα, κοπάδι, συρροή, νομισματοκοπείο, κλήρος, πλούτος, μαζικός, αγέλη, πολυτέλεια, στοιβάζω, χορταίνω, υπερχορταίνω, παραγεμίζω, τη GLUT, της GLUT