Suspect en grec
Traduction: suspect, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ύποπτος, περίεργος, παράξενος, κωμικός, αμφίβολος, αδερφή, καχύποπτος, αστείος, σκιερός, αλλόκοτος, υποπτεύομαι, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): suspect
criminal, criminal minds, murdered soul suspect, prime suspect, suspect antonymes, suspect dictionnaire de langue grec, suspect en grec
Traductions
- susciter en grec - ανατρέφω, δημιουργώ, ξεσηκώνω, αναπτύσσομαι, εμπνέω, έμψυχος, υψώνω, ...
- suscription en grec - επιγραφή, κατεύθυνση, διεύθυνση, τίτλος, απευθύνω, λεζάντα, εγχάραξη, ...
- suspecter en grec - υποπτεύομαι, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
- suspend en grec - αναστέλλει, αναστείλει, αναστολή, αναστέλλει την, αναστέλλει τη
Mots aléatoires
Suspect en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ύποπτος, περίεργος, παράξενος, κωμικός, αμφίβολος, αδερφή, καχύποπτος, αστείος, σκιερός, αλλόκοτος, υποπτεύομαι, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Traductions: ύποπτος, περίεργος, παράξενος, κωμικός, αμφίβολος, αδερφή, καχύποπτος, αστείος, σκιερός, αλλόκοτος, υποπτεύομαι, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων