Suspendre en grec
Traduction: suspendre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
απαγχονίζω, καθυστέρηση, διακόπτω, αντεπίθεση, ανακόπτω, αναστολή, ματαιώνω, σπάζω, αποβάλλω, αναβάλλω, κρεμώ, διάλλειμα, διάλειμμα, καταστρέφω, τέμνω, αναστέλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): suspendre
meuble a suspendre, meuble à suspendre, sfr suspendre ligne, suspendre abonnement free, suspendre antonymes, suspendre dictionnaire de langue grec, suspendre en grec
Traductions
- suspendit en grec - ανασταλεί, αναστέλλεται, αναστέλλονται, αναστολή, ανέστειλε
- suspendons en grec - κρεμώ, αναστέλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή
- suspends en grec - κρεμώ, αναστέλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν, αναστολή
- suspendu en grec - ανασταλεί, αναστέλλεται, αναστέλλονται, αναστολή, ανέστειλε
Mots aléatoires
Suspendre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: απαγχονίζω, καθυστέρηση, διακόπτω, αντεπίθεση, ανακόπτω, αναστολή, ματαιώνω, σπάζω, αποβάλλω, αναβάλλω, κρεμώ, διάλλειμα, διάλειμμα, καταστρέφω, τέμνω, αναστέλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν
Traductions: απαγχονίζω, καθυστέρηση, διακόπτω, αντεπίθεση, ανακόπτω, αναστολή, ματαιώνω, σπάζω, αποβάλλω, αναβάλλω, κρεμώ, διάλλειμα, διάλειμμα, καταστρέφω, τέμνω, αναστέλλω, αναστείλει, να αναστείλει, αναστέλλει, αναστείλουν