Sustentation en grec
Traduction: sustentation, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κρατώ, στήριγμα, βοήθεια, κατακρατώ, υποστήριγμα, απασχόληση, συμπαράσταση, εξακολουθώ, θρέψη, τροφή, διατήρηση, συντήρηση, διατροφή, μέσο συντήρησης
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): sustentation
définition sustentation, la sustentation, polygone, polygone de sustentation, polygone sustentation, sustentation dictionnaire de langue grec, sustentation en grec
Traductions
- suspicion en grec - καχύποπτος, υπόνοια, υποψία, ύποπτος, υποψίες, υπόνοιες, υποψίας
- sustentateur en grec - υποστηρικτής, διαστροφέας, sustainer, Συντηρητής, ο Συντηρητής
- sustenter en grec - ζω, καλλιεργώ, τρέφω, συντηρώ, υποστηρίζω, υπάρχω, κρατώ, ...
- susurrer en grec - βουίζω, ψιθυρίζω, γκρινιάζω, μουρμουρίζω, θρόισμα, ψιθυρισμός, ψίθυρος, ...
Mots aléatoires
Sustentation en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κρατώ, στήριγμα, βοήθεια, κατακρατώ, υποστήριγμα, απασχόληση, συμπαράσταση, εξακολουθώ, θρέψη, τροφή, διατήρηση, συντήρηση, διατροφή, μέσο συντήρησης
Traductions: κρατώ, στήριγμα, βοήθεια, κατακρατώ, υποστήριγμα, απασχόληση, συμπαράσταση, εξακολουθώ, θρέψη, τροφή, διατήρηση, συντήρηση, διατροφή, μέσο συντήρησης