Tacite en grec
Traduction: tacite, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ήρεμος, ακίνητος, γαλήνιος, μαμά, σιωπηλός, μάνα, σιωπηρός, σιωπηρή, σιωπηρής, σιωπηρού, τη σιωπηρή
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tacite
acceptation tacite, accord tacite, bail commercial, bail tacite, bail tacite reconduction, tacite dictionnaire de langue grec, tacite en grec
Traductions
- tacheter en grec - μέρος, εντοπίζω, κουκίδα, βούλα, σπυρί, παρδαλός, διαστίζω
- tacheté en grec - στίγματα, εντόπισε, εντοπίσει, εντοπίστηκε, spotted
- tacitement en grec - σιωπηρά, σιωπηρώς, σιωπηρή, με σιωπηρή, αυτομάτως
- taciturne en grec - εχέμυθος, κρυψίνους, λιγόλογος, λιγομίλητος, ολιγόλογος, ολιγόλογο, σιωπηλός, ...
Mots aléatoires
Tacite en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ήρεμος, ακίνητος, γαλήνιος, μαμά, σιωπηλός, μάνα, σιωπηρός, σιωπηρή, σιωπηρής, σιωπηρού, τη σιωπηρή
Traductions: ήρεμος, ακίνητος, γαλήνιος, μαμά, σιωπηλός, μάνα, σιωπηρός, σιωπηρή, σιωπηρής, σιωπηρού, τη σιωπηρή