Tampon en grec

Traduction: tampon, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βύσμα, ασπίδα, στουπί, φελλός, γόμφος, προφυλακτήρας, καρφίτσα, πρίζα, ρυθμιστικό, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος, buffer
Tampon en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): tampon

ballon tampon, faire un tampon, le tampon, mettre un tampon, mon tampon, tampon dictionnaire de langue grec, tampon en grec

Traductions

  • tamisées en grec - κοσκινισμένο, κοσκινίζεται, κοσκινισμένα, κοσκινίζονται, κοσκινίστηκε
  • tamisés en grec - κοσκινισμένο, κοσκινίζεται, κοσκινισμένα, κοσκινίζονται, κοσκινίστηκε
  • tamponnement en grec - επίδραση, αψιμαχία, προσκρούω, σύγκρουση, πάταγος, αντιπαράθεση, κλαγγή, ...
  • tamponner en grec - πρίζα, στουπί, τσόκαρο, βύσμα, τρίβω, συνωστισμός, καλκάνι, ...
Mots aléatoires
Tampon en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βύσμα, ασπίδα, στουπί, φελλός, γόμφος, προφυλακτήρας, καρφίτσα, πρίζα, ρυθμιστικό, ρυθμιστικού, ρυθμιστικό διάλυμα, ρυθμιστικού διαλύματος, buffer