Tempêter en grec
Traduction: tempêter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
οργή, λυσσομανώ, μανία, φουντώνω, λεονταρισμός, αλαζονικό, κομπάζει, κομπάζω, rant, παραλήρημα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tempêter
tempérer synonyme, tempête de, tempêter antonymes, tempêter conjugaison, tempêter definition, tempêter dictionnaire de langue grec, tempêter en grec
Traductions
- tempétueux en grec - θυελλώδης, πρόχειρος, άγριος, πολυτάραχος, τραχύς, σκληρός, θυελλώδη, ...
- tempête en grec - ανεμοθύελλα, τρικυμία, θύελλα, καταιγίδα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
- tenable en grec - υποστηρίξιμος, ευσταθεί, προστατευμένη, διατηρητέο, διατηρητέα
- tenace en grec - ισχυρογνώμων, επίμονος, σκληρός, κολλώδης, ανθεκτικός, πεισματάρης, κολλητικός, ...
Mots aléatoires
Tempêter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: οργή, λυσσομανώ, μανία, φουντώνω, λεονταρισμός, αλαζονικό, κομπάζει, κομπάζω, rant, παραλήρημα
Traductions: οργή, λυσσομανώ, μανία, φουντώνω, λεονταρισμός, αλαζονικό, κομπάζει, κομπάζω, rant, παραλήρημα