Tendu en grec
Traduction: tendu, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τεντωμένος, κατάφορτος, αγχωμένος, σε υπερένταση, τεταμένη, ένταση, τεταμένες, έντασης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tendu
bras tendu, cable tendu, cable tendu spot, fil tendu, flanc tendu, tendu dictionnaire de langue grec, tendu en grec
Traductions
- tendresses en grec - τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ευαισθησίας
- tendreté en grec - τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ευαισθησίας
- teneur en grec - τενόρος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, ...
- tenir en grec - αμπάρι, διατείνομαι, συμπαράσταση, αποκτώ, στήριγμα, συντηρώ, υποστήριγμα, ...
Mots aléatoires
Tendu en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τεντωμένος, κατάφορτος, αγχωμένος, σε υπερένταση, τεταμένη, ένταση, τεταμένες, έντασης
Traductions: τεντωμένος, κατάφορτος, αγχωμένος, σε υπερένταση, τεταμένη, ένταση, τεταμένες, έντασης