Terre en grec
Traduction: terre, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μούχλα, εξοχή, χώρα, γη, πατρίδα, έδαφος, προσαράσσω, πάτωμα, χώμα, προσγειώνω, προσγειώνομαι, όροφος, γης, γαιών, γαίας, τη γη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): terre
armée de terre, gratin dauphinois, la terre, orelsan, pomme, terre dictionnaire de langue grec, terre en grec
Traductions
- terrasser en grec - κόβω, έπεσα, κάτω, πούπουλο, απεργία, απεργίας, άσκησης, ...
- terrassier en grec - σκαφτιάς, εργάτης δημόσιων έργων, εργάτης εις δημόσια έργα
- terre-neuve en grec - Νέα Γη, Νιουφάουντλαντ, Newfoundland, Νέας Γης, του Newfoundland
- terre-plein en grec - πλατφόρμα, εξέδρα, διάμεσος, διάμεση, διάμεσο, μεσαίο, διάμεση τιμή
Mots aléatoires
Terre en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μούχλα, εξοχή, χώρα, γη, πατρίδα, έδαφος, προσαράσσω, πάτωμα, χώμα, προσγειώνω, προσγειώνομαι, όροφος, γης, γαιών, γαίας, τη γη
Traductions: μούχλα, εξοχή, χώρα, γη, πατρίδα, έδαφος, προσαράσσω, πάτωμα, χώμα, προσγειώνω, προσγειώνομαι, όροφος, γης, γαιών, γαίας, τη γη