Théorème en grec
Traduction: théorème, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
επιχείρηση, πρόβλημα, θεώρημα, θεωρήματος, θεώρημα του, το θεώρημα, το θεώρημα του
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): théorème
pasolini, pythagore, thales, thalès, theoreme, théorème dictionnaire de langue grec, théorème en grec
Traductions
- théoriquement en grec - θεωρητικά, θεωρητικώς, θεωρητικά να, θεωρητική
- théoriser en grec - σχηματίζω θεωρία, θεωρητικολογώ
- thérapeute en grec - θεραπευτής, θεραπευτή, θεράποντα, θεραπεύτρια, θεράπων
- thérapeutique en grec - παστώνω, καπνίζω, θεραπεία, ιατρικός, μεταχείριση, αλατίζω, θεραπεύω, ...
Mots aléatoires
Théorème en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: επιχείρηση, πρόβλημα, θεώρημα, θεωρήματος, θεώρημα του, το θεώρημα, το θεώρημα του
Traductions: επιχείρηση, πρόβλημα, θεώρημα, θεωρήματος, θεώρημα του, το θεώρημα, το θεώρημα του