Timing en grec
Traduction: timing, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συγχρονισμός, χρονομέτρηση, χρονοδιάγραμμα, χρονισμού, χρονική στιγμή
Autres langues
Mots associés / Définition (def): timing
bon timing, f1 live timing, f1 timing, fcc, fcc timing, timing dictionnaire de langue grec, timing en grec
Traductions
- timidement en grec - εντροπαλά, δειλώς, shyly, δειλά, ντροπαλά
- timidité en grec - δειλία, ατολμία, ντροπαλότητα, συστολή, συστολής, τη συστολή, η συστολή
- timon en grec - πηδάλιο, δοιάκι, ρόδα, τιμόνι, άξονας, τροχός, στέλεχος, ...
- timonier en grec - πιλοτάρω, αεροναυτίλος, ναυτίλος, πιλότος, πηδαλιούχος, πηδαλιούχου, πηδαλιούχο, ...
Mots aléatoires
Timing en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συγχρονισμός, χρονομέτρηση, χρονοδιάγραμμα, χρονισμού, χρονική στιγμή
Traductions: συγχρονισμός, χρονομέτρηση, χρονοδιάγραμμα, χρονισμού, χρονική στιγμή