Timoré en grec
Traduction: timoré, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συνεσταλμένος, φοβισμένος, δειλός, άτολμος, άτολμους, ο άτολμος, δειλά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): timoré
timor oriental, timoré antonyme, timoré antonymes, timoré dictionnaire, timoré définition, timoré dictionnaire de langue grec, timoré en grec
Traductions
- timon en grec - πηδάλιο, δοιάκι, ρόδα, τιμόνι, άξονας, τροχός, στέλεχος, ...
- timonier en grec - πιλοτάρω, αεροναυτίλος, ναυτίλος, πιλότος, πηδαλιούχος, πηδαλιούχου, πηδαλιούχο, ...
- tine en grec - κουβάς, περόνη, δόντι, λεπίδων, χτενιών, με δόντια
- tinrent en grec - χειρός, κρατούμενη, φορητά
Mots aléatoires
Timoré en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συνεσταλμένος, φοβισμένος, δειλός, άτολμος, άτολμους, ο άτολμος, δειλά
Traductions: συνεσταλμένος, φοβισμένος, δειλός, άτολμος, άτολμους, ο άτολμος, δειλά