Touffe en grec
Traduction: touffe, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τσαμπί, δέσμη, σύμπλεγμα, στουπί, συστοιχία, μάτσο, φούντα, θύσανος, θυσάνω, τούφα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): touffe
belle touffe, grosse touffe, la touffe, ma touffe, petite touffe, touffe dictionnaire de langue grec, touffe en grec
Traductions
- touchées en grec - επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
- touchés en grec - επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
- touffu en grec - συμπαγής, πυκνός, δασύς, συμπυκνωμένος, παχύ, πάχους, παχιά, ...
- touffue en grec - θαμνώδης, θαμνώδη, θαμνώδες, θαμνώδεις, φουντωτή
Mots aléatoires
Touffe en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τσαμπί, δέσμη, σύμπλεγμα, στουπί, συστοιχία, μάτσο, φούντα, θύσανος, θυσάνω, τούφα
Traductions: τσαμπί, δέσμη, σύμπλεγμα, στουπί, συστοιχία, μάτσο, φούντα, θύσανος, θυσάνω, τούφα