Travail en grec
Traduction: travail, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κοπιάζω, πόστο, δουλεύω, κατάσταση, εργασία, κατάληψη, κόπος, θέση, γραμμή, εργάζομαι, καθήκον, δουλειές, αγγαρεία, επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): travail
accident, accident de travail, arret de travail, code du travail, contrat de travail, travail dictionnaire de langue grec, travail en grec
Traductions
- traumatiser en grec - τραυματίζουν, τραυματίσει, τραυματίζει, τραυματίζει τους, να τραυματίσει
- traumatisme en grec - τραύμα, τραύματος, τραυματισμό, τραύματα, το τραύμα
- travailla en grec - εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, δούλεψε, λειτούργησε
- travaillai en grec - βαρύς, δούλευαν, εργώδη, δυσκολία στην, κοπιώδης
Mots aléatoires
Travail en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κοπιάζω, πόστο, δουλεύω, κατάσταση, εργασία, κατάληψη, κόπος, θέση, γραμμή, εργάζομαι, καθήκον, δουλειές, αγγαρεία, επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Traductions: κοπιάζω, πόστο, δουλεύω, κατάσταση, εργασία, κατάληψη, κόπος, θέση, γραμμή, εργάζομαι, καθήκον, δουλειές, αγγαρεία, επιχείρηση, κατοχή, υπόθεση, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται