Travaillez en grec
Traduction: travaillez, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δουλεύω, εργασία, δουλειά, εργάζομαι, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): travaillez
travailler a l'etranger, travailler a la poste, travailler au canada, travailler en australie, travailler mieux, travaillez dictionnaire de langue grec, travaillez en grec
Traductions
- travailler en grec - τσιγάρο, εργάζομαι, νύξη, δουλεύω, κέντρισμα, δουλειά, φτιάχνω, ...
- travailleur en grec - δίνω, εργάτης, χέρι, παραδίνω, δείκτης, εργατικός, σκληρή εργασία, ...
- travaillons en grec - δουλεύω, εργασία, δουλειά, εργάζομαι, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, ...
- travaillâmes en grec - να, για να, σε, για, με
Mots aléatoires
Travaillez en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δουλεύω, εργασία, δουλειά, εργάζομαι, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Traductions: δουλεύω, εργασία, δουλειά, εργάζομαι, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται