Tricot en grec
Traduction: tricot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): tricot
drops, drops tricot, laine, laine et tricot, laine tricot, tricot dictionnaire de langue grec, tricot en grec
Traductions
- tricheur en grec - δόλος, καρχαρίας, κακοποιός, απάτη, βιολιστής, φενακίζω, απατεώνας, ...
- trichinose en grec - τριχίνιαση, τριχινίαση, τριχίνωση, τριχινίασης, την τριχινίαση
- tricotage en grec - θρέφω, ζαρώνω, πλέκω, πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, ...
- tricoter en grec - θρέφω, ζαρώνω, πλέκω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε
Mots aléatoires
Tricot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης
Traductions: πλέξιμο, πλεξίματος, το πλέξιμο, πλεκτών, πλέξης