Unique en grec
Traduction: unique, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μόνο, ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, ένας, μοναδικός, ενικός, πέλμα, σπάνιος, γλώσσα, ιδιόμορφος, μόνος, μονόκλινος, μοναχικός, απόκοσμος, ένα, μία, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): unique
adresse unique cpam, avis vente unique, coque unique, document unique, guichet unique, unique dictionnaire de langue grec, unique en grec
Traductions
- unilatéralement en grec - μονομερώς, μονομερή, μονόπλευρα, μονομερούς
- union en grec - πρωτάθλημα, συνδυασμός, αποπνιχτικός, ενότητα, διασταύρωση, πνιγηρός, ενώνω, ...
- uniquement en grec - μοναχός, αποκλειστικά, απλώς, μόνο, μόνος, εντελώς, μόνον, ...
- unir en grec - σύμμαχος, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, κατατάσσομαι, συνενώνω, ισιώνω, παντρεύομαι, ...
Mots aléatoires
Unique en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μόνο, ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, ένας, μοναδικός, ενικός, πέλμα, σπάνιος, γλώσσα, ιδιόμορφος, μόνος, μονόκλινος, μοναχικός, απόκοσμος, ένα, μία, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική
Traductions: μόνο, ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, ένας, μοναδικός, ενικός, πέλμα, σπάνιος, γλώσσα, ιδιόμορφος, μόνος, μονόκλινος, μοναχικός, απόκοσμος, ένα, μία, σόλα, μοναδικό, αποκλειστική