Usager en grec
Traduction: usager, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χρήστης, κάτοχος, κάτοικος, μόνιμος, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
Autres langues
Mots associés / Définition (def): usager
définition usager, un usager, usager antonymes, usager au centre du dispositif, usager au coeur du dispositif, usager dictionnaire de langue grec, usager en grec
Traductions
- urée en grec - ουρία, ουρίας, η ουρία, της ουρίας, την ουρία
- usage en grec - εφαρμογή, αίτηση, συνήθεια, σύμβαση, άσκηση, συνθήκη, πρακτική, ...
- usagère en grec - χρήστης
- usagé en grec - παλαιός, γέρος, γέρικος, μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, ...
Mots aléatoires
Usager en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χρήστης, κάτοχος, κάτοικος, μόνιμος, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
Traductions: χρήστης, κάτοχος, κάτοικος, μόνιμος, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης