Utilisée en grec
Traduction: utilisée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, που χρησιμοποιούνται
Autres langues
Mots associés / Définition (def): utilisée
elle est utilisée, uc utilisée, utiliser synonyme, utilisée antonymes, utilisée grammaire, utilisée dictionnaire de langue grec, utilisée en grec
Traductions
- utilisèrent en grec - χρησιμοποίησε, το χρησιμοποίησε, χρησιμοποίησαν, χρησιμοποίησε για, το χρησιμοποίησαν
- utilisé en grec - κατά τη χρήση, σε χρήση, κατά την χρήση, που χρησιμοποιούνται, χρήσης
- utilisées en grec - μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, που χρησιμοποιούνται
- utilisés en grec - μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, που χρησιμοποιούνται
Mots aléatoires
Utilisée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, που χρησιμοποιούνται
Traductions: μεταχειρισμένα, χρησιμοποιημένα, μεταχειρισμένων, χρησιμοποιημένων, που χρησιμοποιούνται