Vérité en grec
Traduction: vérité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αλήθεια, αληθής, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vérité
action ou vérité, action vérité, action vérité hot, définition vérité, la verite, vérité dictionnaire de langue grec, vérité en grec
Traductions
- véritable en grec - αληθινός, γνήσιος, πρακτικός, αποτελεσματικός, πολύ, πραγματικός, τακτικός, ...
- véritablement en grec - πράγματι, αλήθεια, αληθώς, ειλικρινά, όντως, πραγματικά, αληθινά
- vésicule en grec - κύστη, κύστης, ουροδόχου κύστης, της ουροδόχου κύστης, ουροδόχο κύστη
- vétille en grec - μικρόπταισμα, μικροπταίσμα, μικρό πταίσμα
Mots aléatoires
Vérité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αλήθεια, αληθής, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια
Traductions: αλήθεια, αληθής, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια