Vétilleux en grec
Traduction: vétilleux, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μικροπρεπής, δύστροπος, στριμμένος, φιλοκατήγορος
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vétilleux
define vétilleux, etre vétilleux, signification de vétilleux, vétilleux antonyme, vétilleux antonymes, vétilleux dictionnaire de langue grec, vétilleux en grec
Traductions
- vésicule en grec - κύστη, κύστης, ουροδόχου κύστης, της ουροδόχου κύστης, ουροδόχο κύστη
- vétille en grec - μικρόπταισμα, μικροπταίσμα, μικρό πταίσμα
- vétuste en grec - απαρχαιωμένος, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
- vétusté en grec - απαρχαιωμένο, απαρχαιωμένη, απαρχαιωμένες, απηρχαιωμένο, απηρχαιωμένη
Mots aléatoires
Vétilleux en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μικροπρεπής, δύστροπος, στριμμένος, φιλοκατήγορος
Traductions: μικροπρεπής, δύστροπος, στριμμένος, φιλοκατήγορος