Vaillance en grec
Traduction: vaillance, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χαλίκι, άμμος, αντοχή, θάρρος, αμμόλιθος, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vaillance
la vaillance, point de justice, point de vaillance, points de justice, points de vaillance, vaillance dictionnaire de langue grec, vaillance en grec
Traductions
- vaguer en grec - περιπλανιέμαι, τριγυρίζω, περιφέρομαι, αδέσποτος, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, ...
- vaillamment en grec - γενναία, ανδρείως
- vaillant en grec - θαρραλέος, γενναίος, γερός, εύσωμος, ανδρείος, γεναίος, γενναία, ...
- vain en grec - άγονος, ματαιόδοξος, αργόσχολος, ξιπασμένος, υπόκωφος, παράλογος, εγωκεντρικός, ...
Mots aléatoires
Vaillance en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χαλίκι, άμμος, αντοχή, θάρρος, αμμόλιθος, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα
Traductions: χαλίκι, άμμος, αντοχή, θάρρος, αμμόλιθος, γενναιότητα, ανδρεία, την ανδρεία, ανδρείας, τη γενναιότητα