Varié en grec
Traduction: varié, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
έγχρωμος, ποικίλλει, ποικίλει, διαφέρει, κυμαίνεται, μεταβάλλεται
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): varié
elle varie, femme varie, il varie, souvent femme varie, varie antonymes, varié dictionnaire de langue grec, varié en grec
Traductions
- varice en grec - κιρσοί ιατρικής, κιρσοί, κιρσούς, κιρσών, ΚΙΡΣΩΝ
- varicelle en grec - ανεμοβλογιά, ανεμευλογιά, ανεμοβλογιάς, την ανεμοβλογιά, της ανεμοβλογιάς
- varient en grec - ποικίλλω, παραλλάζω, ποικίλλουν, ποικίλουν, ποικίλει, ποικίλλει, να διαφέρει
- varier en grec - μετουσιώνω, μετατροπή, σειρά, μετατρέπω, αυξομειώνω, διακόπτης, αλλάζω, ...
Mots aléatoires
Varié en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: έγχρωμος, ποικίλλει, ποικίλει, διαφέρει, κυμαίνεται, μεταβάλλεται
Traductions: έγχρωμος, ποικίλλει, ποικίλει, διαφέρει, κυμαίνεται, μεταβάλλεται