Varier en grec

Traduction: varier, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μετουσιώνω, μετατροπή, σειρά, μετατρέπω, αυξομειώνω, διακόπτης, αλλάζω, στρίβω, εναλλάσσω, αλλαγή, παραλλαγή, ταλαντεύομαι, κυμαίνομαι, παραποιώ, τροποποιώ, μεταβάλλω, ποικίλλουν, ποικίλουν, ποικίλει, ποικίλλει, να διαφέρει
Varier en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): varier

varier antonymes, varier au futur, varier balans, varier conjugaison, varier en anglais, varier dictionnaire de langue grec, varier en grec

Traductions

  • varie en grec - έγχρωμος, ποικίλλει, ποικίλει, διαφέρει, κυμαίνεται, μεταβάλλεται
  • varient en grec - ποικίλλω, παραλλάζω, ποικίλλουν, ποικίλουν, ποικίλει, ποικίλλει, να διαφέρει
  • variez en grec - ποικίλλω, παραλλάζω, Βάρυ, Vary, Βάρι, ποικίλλουν, να ποικίλει
  • variole en grec - ευλογία, ευλογιάς, ευλογιά, της ευλογιάς, την ευλογιά
Mots aléatoires
Varier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μετουσιώνω, μετατροπή, σειρά, μετατρέπω, αυξομειώνω, διακόπτης, αλλάζω, στρίβω, εναλλάσσω, αλλαγή, παραλλαγή, ταλαντεύομαι, κυμαίνομαι, παραποιώ, τροποποιώ, μεταβάλλω, ποικίλλουν, ποικίλουν, ποικίλει, ποικίλλει, να διαφέρει