Vexant en grec
Traduction: vexant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ατζαμής, δυσάρεστος, αδέξιος, ενοχλητικός, απαίσιος, ανατρέποντας, ανατροπή, διαταραχθεί, αναστατώσει, αναστάτωση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vexant
vexant antonymes, vexant en anglais, vexant english, vexant espagnol, vexant grammaire, vexant dictionnaire de langue grec, vexant en grec
Traductions
- vexation en grec - ταπείνωση, εξευτελισμός, διασυρμός, ενόχληση, τσαντίλα, η ενόχληση, εκνευρισμό, ...
- vexatoire en grec - καταπιεστικός, ενοχλητικός, ερεθιστικός, κακόβουλη, εκνευριστικό, κακόβουλης
Mots aléatoires
Vexant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ατζαμής, δυσάρεστος, αδέξιος, ενοχλητικός, απαίσιος, ανατρέποντας, ανατροπή, διαταραχθεί, αναστατώσει, αναστάτωση
Traductions: ατζαμής, δυσάρεστος, αδέξιος, ενοχλητικός, απαίσιος, ανατρέποντας, ανατροπή, διαταραχθεί, αναστατώσει, αναστάτωση