Vindicatif en grec
Traduction: vindicatif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εκδικητικός, μνησίκακος, εκδικητική, εκδικητικό, εκδικητικούς, εκδικητικοί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vindicatif
synonyme vindicatif, vindicatif antonyme, vindicatif antonymes, vindicatif comme les panneaux, vindicatif contraire, vindicatif dictionnaire de langue grec, vindicatif en grec
Traductions
- vin en grec - οίνος, κρασί, οίνου, κρασιού, οίνο
- vinaigre en grec - ξύδι, ξίδι, το ξίδι, ξιδιού, το ξύδι
- vindicte en grec - κύρωση, ποινή, τιμωρία, πρόστιμο, εκδικητικότητα, μνησικακία, εκδίκηση, ...
- vingt en grec - σκοράρω, σκορ, εικοστός, εικοσαριά, είκοσι, εικοστή, από είκοσι
Mots aléatoires
Vindicatif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εκδικητικός, μνησίκακος, εκδικητική, εκδικητικό, εκδικητικούς, εκδικητικοί
Traductions: εκδικητικός, μνησίκακος, εκδικητική, εκδικητικό, εκδικητικούς, εκδικητικοί