Viril en grec
Traduction: viril, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
γερός, θαρραλέος, εύσωμος, κραταιός, ανδροπρεπής, γενναίος, αντρικά, ανδρική, manly
Autres langues
Mots associés / Définition (def): viril
etre viril, homme nu viril, homme viril, max viril, mec viril, viril dictionnaire de langue grec, viril en grec
Traductions
- virgule en grec - αιχμή, δείχνω, επισημαίνω, στίγμα, κόμμα, κόμματα, με κόμμα, ...
- virgules en grec - κόμματα, κόμμα, τα κόμματα, κόμματα για, εισαγωγικών
- virilité en grec - ανδροπρέπεια, ανδρικότης, manliness, λεβεντιά, ανδρεία
- virtuel en grec - εφικτός, πιθανός, ενδεχόμενος, πιθανότητα, τάση, εικονική, εικονικό, ...
Mots aléatoires
Viril en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: γερός, θαρραλέος, εύσωμος, κραταιός, ανδροπρεπής, γενναίος, αντρικά, ανδρική, manly
Traductions: γερός, θαρραλέος, εύσωμος, κραταιός, ανδροπρεπής, γενναίος, αντρικά, ανδρική, manly