Voilée en grec
Traduction: voilée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τραχύς, βραχνός, κεκαλυμμένος, καλυμμένη, πέπλο, συγκαλυμμένη, καλυμμένο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): voilée
arabe voilée, beurette voilée, femme voilée, fille voilée, jante voilée, voilée dictionnaire de langue grec, voilée en grec
Traductions
- voilure en grec - πλέω, πανί, θόλος, κουβούκλιο, θόλο, κομοστέγης, τέντα
- voilà en grec - εμφάνιση, βλέμμα, ιδού, φαίνομαι, κοιτάζω, αυτό, αυτή, ...
- voir en grec - ιδού, ερμηνεύω, σπυρί, μέρος, επίσκεψη, θεωρώ, εξετάζω, ...
- voire en grec - πραγματικά, πράγματι, όντως, μάλιστα
Mots aléatoires
Voilée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τραχύς, βραχνός, κεκαλυμμένος, καλυμμένη, πέπλο, συγκαλυμμένη, καλυμμένο
Traductions: τραχύς, βραχνός, κεκαλυμμένος, καλυμμένη, πέπλο, συγκαλυμμένη, καλυμμένο