Vulgarité en grec
Traduction: vulgarité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
προστυχιά, χυδαιότητα, χυδαιότητας, τη χυδαιότητα, η χυδαιότητα, χυδαιότητά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vulgarité
la vulgarité, vulgarité anglais, vulgarité antonymes, vulgarité au lit, vulgarité définition, vulgarité dictionnaire de langue grec, vulgarité en grec
Traductions
- vulgarisation en grec - εκλαΐκευση, την εκλαΐκευση, εκλαΐκευσης, της εκλαΐκευσης
- vulgariser en grec - λαϊκόν, διαδώσει, εκλαϊκεύσουμε, να διαδώσει, διαδώσει την
- vulnérabilité en grec - τρωτό, ευπάθεια, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας
- vulnérable en grec - ευάλωτος, ευάλωτες, ευάλωτα, ευάλωτων, ευάλωτοι, ευπαθείς
Mots aléatoires
Vulgarité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: προστυχιά, χυδαιότητα, χυδαιότητας, τη χυδαιότητα, η χυδαιότητα, χυδαιότητά
Traductions: προστυχιά, χυδαιότητα, χυδαιότητας, τη χυδαιότητα, η χυδαιότητα, χυδαιότητά