Vulnérabilité en grec
Traduction: vulnérabilité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τρωτό, ευπάθεια, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): vulnérabilité
définition de vulnérabilité, la vulnérabilité, vulnérabilité antonymes, vulnérabilité concept, vulnérabilité définition, vulnérabilité dictionnaire de langue grec, vulnérabilité en grec
Traductions
- vulgariser en grec - λαϊκόν, διαδώσει, εκλαϊκεύσουμε, να διαδώσει, διαδώσει την
- vulgarité en grec - προστυχιά, χυδαιότητα, χυδαιότητας, τη χυδαιότητα, η χυδαιότητα, χυδαιότητά
- vulnérable en grec - ευάλωτος, ευάλωτες, ευάλωτα, ευάλωτων, ευάλωτοι, ευπαθείς
- vus en grec - δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρείται, θεωρηθεί
Mots aléatoires
Vulnérabilité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τρωτό, ευπάθεια, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας
Traductions: τρωτό, ευπάθεια, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, τρωτότητας